Νεότερα Χρόνια

Η αλλαγή του 19ου αιώνα βρήκε την περιοχή του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης πυκνοκατοικημένη από μουσουλμάνους γεωργούς και κτηνοτρόφους. Πληροφορίες για το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή έχουμε κυρίως για την περιοχή της Σταυρούπολης, κωμόπολη από τότε της περιοχής.

Οι σημερινοί κάτοικοι του ΕΠΟΡ είναι πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή λίγο μετά το πέρας του Μικρασιατικού Πόλεμου και την υπογραφή της Συνθήκη της Λωζάνης που προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών, και Πομάκοι που παρέμειναν στα εδάφη που κατοικούσαν ως τμήμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Οι πρόσφυγες προέρχονται από το κέντρο της Μ. Ασίας (από περιοχές όπως η Καισάρεια και η Νίγδη), από τον Εύξεινο Πόντο (Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Σεβάστεια κλπ.), από την περιοχή της Σμύρνης, της Προύσας, της Ανατ. Θράκης και της Ρωσίας.

Στους οικισμούς όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες προηγουμένως ζούσαν μουσουλμάνοι. Σε κάποιους από τους οικισμούς μάλιστα οι πρόσφυγες συνοίκησαν με τους μουσουλμάνους, για κάποιους μήνες, ως την αναχώρηση των τελευταίων για την Τουρκία. Η επιλογή του τόπου εγκατάστασης των προσφύγων έγινε πολλές φορές, με γνώμονα το γεωγραφικό παράγοντα και το φυσικό περιβάλλον. Οι Πόντιοι και οι Καππαδόκες, για παράδειγμα, προτίμησαν τους πιο ορεινούς οικισμούς μια και το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα ήταν παρόμοιο με αυτό του τόπου καταγωγής τους, ενώ οι Θρακιώτες και οι Μικρασιάτες από την Ιωνία προτίμησαν τους λιγότερο ορεινούς οικισμούς της κοιλάδας του Νέστου. Συνήθως οι κάτοικοι ενός προσφυγικού οικισμού συνδέονταν μεταξύ τους με δεσμούς κοινής καταγωγής, συνολικά είτε κατά ομάδες. Έτσι έχουμε λόγου χάρη ολόκληρο χωριό που κατοικείται μόνο από Ποντίους ή χωριό που στον ένα μαχαλά κατοικούν οι Πόντιοι και στον άλλον οι Θρακιώτες.


Εικ. 1 Σταυρούπολη

Οι πρόσφυγες επιδόθηκαν κυρίως στη γεωργία και σε μικρότερο βαθμό στην κτηνοτροφία. Κύρια καλλιέργειά τους ήταν αυτή του καπνού, η οποία σε πολλά χωριά ήταν μονοκαλλιέργεια. Στην ουσία συνέχισαν την παράδοση των προκατόχων τους που είχαν ειδικευτεί στη συγκεκριμένη καλλιέργεια. (Από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα ακόμη, οι αγωγιάτες σχημάτιζαν μεγάλα καραβάνια μεταφέροντας ποσότητες καπνού μέσω της Χαϊντούς στη Βουλγαρία). Κάποιοι τη γνώριζαν από την πατρίδα τους και μεταβίβασαν τη γνώση και στους υπόλοιπους. Πάντως οι νέοι κάτοικοι επέδειξαν ιδιαίτερη ικανότητα μια και η άφιξη και εγκατάστασή τους οδήγησε σε εντυπωσιακή αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Έτσι η καλλιέργεια του καπνού στη Δυτ. Θράκη στην πενταετία 1923-1928 αυξήθηκε κατά 55.793 στρμ. Παρήγαγαν ακόμη και άλλα προϊόντα όπως σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, πατάτες, φρούτα και λαχανικά. Κάθε οικογένεια διέθετε το μπαχτσέ με τα λαχανικά της, καθώς και κάνα δυο ζώα για την κάλυψη των αναγκών της σε είδη διατροφής. Την περίοδο αυτή γεννιέται στην ευρύτερη περιοχή της Σταυρούπολης και το συνεταιριστικό κίνημα με ιδιαίτερη δράση και συμμετοχή των κατοίκων, ενώ με τη λειτουργία του σιδηρόδρομου άρχισε να αναπτύσσεται και το εμπόριο. Η περιοχή γνωρίζει άνοδο.

Οι πρόσφυγες ωστόσο δέχτηκαν και άλλο χτύπημα με τον ερχομό του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, με τη βουλγαρική κατοχή στην περιοχή. Κατά την κατοχή σε πολλά χωριά, κυρίως στα πιο ορεινά, οργανώθηκαν εθνικά ανταρτικά σώματα που προέβαλαν αντίσταση στο βουλγαρικό ζυγό. Η συμμετοχή των κατοίκων σε αυτά εξαγρίωσε τους βούλγαρους, που προέβησαν σε βιαιοπραγίες και καταστροφές. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να μετακινηθούν σε γειτονικά χωριά είτε σε αστικά κέντρα, ακόμη και στο εξωτερικό. Η επάνοδος των κατοίκων στα χωριά τους ήταν πρόσκαιρη μια και ακολούθησε ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Και κατά τον εμφύλιο φυσικά δεν έλειψαν οι υλικές καταστροφές, οι βιαιότητες και οι αλληλοσκοτωμοί. Πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τα ορεινά χωριά για να σωθούν και ύστερα από διαταγή του ελληνικού κράτους εγκαταστάθηκαν σε άλλα χωριά, πόλεις ή στο εξωτερικό όπου δεν κινδύνευαν. Η επιστροφή των κατοίκων στα χωριά τους πραγματοποιήθηκε μετά το πέρας του πόλεμου. Υπήρξαν φυσικά και κάτοικοι που δεν επέστρεψαν. Το κράτος υποχρέωσε τους κατοίκους κάποιων παραμεθόριων οικισμών για εθνικούς λόγους να επιστρέψουν (π.χ. στην Πρασινάδα) με την απειλή ότι δε θα έγραφαν τα παιδιά τους στα δημόσια σχολεία.

Η μεταπολεμική περίοδος ήταν περίοδος ανασυγκρότησης μιας και αρκετοί οικισμοί ήταν καταστραμμένοι. Το κράτος βοήθησε τους πληγέντες του Εμφυλίου χτίζοντας νέα σπίτια, τους «πυρήνες», μια και τα παλιά κάηκαν. Στη μεταπολεμική περίοδο οι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα ως συνέπεια της πτώσης της τιμής του καπνού, η οποία οδήγησε σε κοινωνική αναταραχή. Το Μάιο του 1959 οι κάτοικοι της κοιλάδας του Νέστου έκαναν συλλαλητήριο και απέκλεισαν τη σιδηροδρομική γραμμή. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε ώθησε κάποιους κατοίκους στην ανάπτυξη άλλων καλλιεργειών είτε στην ενασχόληση με την κτηνοτροφία και αργότερα με την υλοτομία, κυρίως στους πιο ορεινούς οικισμούς. Η πτώση όμως της τιμής του καπνού, ο μικρός κλήρος γης, η έλλειψη θέσεων εργασίας, υποδομών και εξυπηρετήσεων ανάγκασε τους περισσότερους κατοίκους να μεταναστεύσουν. Στην εικοσαετία 1960-1980 και κυρίως στη δεκαετία του 1960 σημειώνεται μαζική αγροτική έξοδος προς τα κεφαλοχώρια, τα αστικά κέντρα (αστυφιλία) και το εξωτερικό. Μεγάλος αριθμός προσφύγων κατέφυγε στη Δράμα, Ξάνθη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κατερίνη, Γερμανία, Βέλγιο, Αμερική και Αυστραλία.

Η δημογραφική μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού προκάλεσε βαθιά ρήξη στις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές των οικισμών και οδήγησε τελικώς στην παρακμή τους. Αρκετοί είναι οι οικισμοί που ερημώθηκαν τελείως στην περίοδο αυτή και ως σήμερα δε ζει κανείς.

Μετά το 1980 παρατηρείται μία μικρή αύξηση του πληθυσμού μια και κάποιοι μετανάστες επιστρέφουν στα χωριά τους ως συνταξιούχοι για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους σε αυτά. Οι οικισμοί σήμερα αποκτούν ζωή τα καλοκαίρια, τις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα μια και πολλοί μόνιμοι κάτοικοι των οικισμών παραθερίζουν στα παλιά τους σπίτια, κάποιοι μάλιστα χτίζουν νέα σπίτια (φαινόμενο δεύτερης κατοικίας). Τα χωριά αποκτούν ζωή ακόμη και κατά την κυνηγητική περίοδο, αφού ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων των γύρω οικισμών και όχι μόνο ασχολείται με το κυνήγι.

Σήμερα στα προσφυγοχώρια οι κάτοικοι ασχολούνται στους ορεινούς οικισμούς με τη γεωργία σε μικρό βαθμό, με την κτηνοτροφία και περισσότερο με την υλοτομία εποχιακά, ενώ στους λιγότερο ορεινούς οικισμούς ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία (έχουμε αρκετές μεγάλες μονάδες σταβλισμένων ζώων, ιδιαίτερα στο Παρανέστι). Οι κάτοικοι αναζητούν ελπίδα σωτηρίας στην ανάπτυξη του τουρισμού και κάποιοι οικισμοί ήδη ανέπτυξαν τουριστική υποδομή, ενώ άλλοι προσανατολίζονται στην ίδια κατεύθυνση.

Από τον ερχομό των προσφύγων στον τόπο δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα οι Πομάκοι, καθώς ζούσαν απομονωμένοι στο δικό τους χώρο του ορεινού όγκου της Ροδόπης. Αργότερα, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, οι Πομάκοι περιλήφθησαν στη μουσουλμανική μειονότητα Θράκης μαζί με διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες, με μόνο κοινό στοιχείο την πίστη (Τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι, Αθίγγανοι μουσουλμάνοι, Πομάκοι μουσουλμάνοι). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην απογραφή του 1991 οι Πομάκοι να συμπεριληφθούν, χωρίς καμία περαιτέρω διάκριση, στο σύνολο της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, τα μέλη της οποίας ανέρχονταν τότε σε 114.000 άτομα.

Ως προς την καταγωγή των Πομάκων, έχουν ειπωθεί διάφορες θεωρίες. Ζουν στη Ροδόπη εδώ και αιώνες και φέρεται να εξισλαμίστηκαν το 16ο και 17ο αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα τέλη του 19ου αιώνα ίδρυσαν μια βραχύβια ανεξάρτητη δημοκρατία από εικοσιένα χωριά. Σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα έγιναν αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης ανάμεσα στην Τουρκία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Η πολιτική των ελεγχόμενων ζωνών που εφάρμοσε το ελληνικό κράτος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην περιοχή τους είχε σοβαρές συνέπειες οικονομικής και κοινωνικής απομόνωσης.

Η οικονομία των Πομάκων στηρίζεται σε μια κλειστού τύπου γεωργία, χωρίς ιδιαίτερη διαφοροποίηση ανάμεσα στους κατοίκους. Ασχολούνται με την καπνοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία, ενώ κάποιοι ασκούν παράλληλα και το εμπόριο ή μεταναστεύουν εποχιακά, φαινόμενο που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Τον τελευταίο καιρό η κατάσταση έχει βελτιωθεί, με κάποιες θετικές παρεμβάσεις, όπως η κατάργηση των απαγορευμένων ζωνών, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας, η βελτίωση κάποιων υποδομών και οι προσπάθειες καταγραφής της γλώσσας τους από τους ίδιους.

Στον χώρο του ΕΠΟΡ υπήρξε και μια νομαδική ομάδα κατοίκων, αυτή των Σαρακατσαναίων. Πρόκειται για ομάδες κτηνοτρόφων που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν από τον νομαδικό τρόπο ζωής και τις εποχιακές μετακινήσεις, ανεβαίνοντας το καλοκαίρι στα βουνά και κατεβαίνοντας το χειμώνα στις πεδιάδες. Οι Σαρακατσαναίοι ζούσαν σε καλύβες συνήθως στις παρυφές των οικισμών, κάποιοι μάλιστα είχαν καλύβες και μέσα σε οικισμούς, στα πλαίσια του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού του «τσελιγκάτου», ενός είδους οικονομικής και κοινωνικής κοινοπραξίας ανάμεσα στον αρχηγό του τσελιγκάτου και τους λοιπούς κτηνοτρόφους. Οι Σαρακατσαναίοι πουλούσαν τυρί, μαλλί και κρέας και αγόραζαν καπνό και γεωργικά προϊόντα από τους πρόσφυγες. Διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με τους τελευταίους, αλλά δεν προέβαιναν σε επιμειξίες. Γάμοι μεταξύ τους άρχισαν μεταπολεμικά. Σήμερα οι δύο αυτές ομάδες ζουν σε κοινό χώρο και με κοινές πολλές φορές εκδηλώσεις.

Οι Σαρακατσαναίοι κατά το Β΄ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο Πόλεμο εγκατέλειψαν τα βουνά και κατέφυγαν στις πεδινές περιοχές. Μεταπολεμικά λίγοι επέστρεψαν στα ορεινά, οι περισσότεροι έμειναν στους τόπους όπου είχαν διαφύγει και επιδόθηκαν, πέρα από την κτηνοτροφία, σε οικογενειακή όμως πια βάση, στη γεωργία και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, οδηγώντας τον οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό του τσελιγκάτου στην πλήρη διάλυση.

Σήμερα στους οικισμούς του ΕΠΟΡ ζουν κάποιοι Σαρακατσαναίοι κτηνοτρόφοι, όχι όμως στα πλαίσια του τσελιγκάτου. Μερικοί από αυτούς ασχολούνται και με άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, όπως υλοτομία και γεωργία.



Πηγές:

  • ΥΠΕΧΩΔΕ. (2002). Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη του Φορέα Διαχείρισης Οροσειράς Ροδόπης

  • Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων. (2008). Σχέδιο ανάδειξης των προορισμών φυσικού και αισθητικού ενδιαφέροντος της Δυτικής και Κεντρικής Ροδόπης εκατέρωθεν των συνόρων.

  • Παπαδημητρίου Γ. Παναγιώτης. (2003). Οι Πομάκοι της Ροδόπης. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε.