Οικισμοί
- Εμφανίσεις: 5511
Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η περιοχή του ΕΠΟΡ κατοικούταν από Τούρκους και Βούλγαρους. Οι οικισμοί τους ήταν πολυάριθμοι και αρκετά διάσπαρτοι στο χώρο με αραιή δόμηση, κυρίως κοντά σε ρέματα. Οι πρόσφυγες που ήρθαν δεν εγκαταστάθηκαν σε όλους τους προϋπάρχοντες οικισμούς, αποφεύγοντας κυρίως τους ορεινότερους. Οι οικισμοί απέκτησαν μια πιο συγκεντρωτική δομή, γύρω από έναν κεντρικό οικισμό και κάποιους περιφερειακούς συνοικισμούς. Η εσωτερική τους δομή υπαγορευόταν από τις φυσικές συνθήκες (ποταμάκια που διαπερνούν και χωρίζουν τον οικισμό σε μαχαλάδες όπως π.χ. στην Καλλιθέα ή πλατάνια που είναι τα όρια στις τρεις γειτονιές του Κ. Ιωνικού), τις οικονομικές συνθήκες, τον τρόπο παραγωγής (γεωργία, μονοκαλλιέργεια καπνού, κτηνοτροφία), τα ιστορικά γεγονότα, τις κοινωνικές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Πρωταρχικό στοιχείο των οικισμών είναι οι εκκλησίες - τεμένη και τα σχολεία ενώ το οικιστικό πεδίο συμπληρώνεται με το χώρο που καταλαμβάνουν οι καλλιέργειες, που βρίσκονται περιμετρικά του οικισμού. Άλλα στοιχεία του δομημένου χώρου που συναντάμε στο ΕΠΟΡ είναι οι βρύσες και οι πηγές. Οι βρύσες που υπήρχαν παλαιότερα είναι αρκετές. Βρίσκονται είτε μέσα στον οικισμό, συνήθως μία σε κάθε μαχαλά, είτε διάσπαρτες στο χώρο. Ονοματίζονται κυρίως από τα χαρακτηριστικά του χώρου γύρω τους. Ειδικά στην περιοχή που απλώνονται τα Πομακοχώρια είναι μια συνήθης εικόνα, καθώς κάτι τέτοιο ενισχύεται από τη μουσουλμανική θρησκεία, που θεωρεί καλό για τους πιστούς να χτίζουν βρύσες. Δε λείπουν επίσης τα αγιάσματα. Χαρακτηριστική πηγή είναι το αγίασμα της Ανάληψης, όπου η παρέμβαση ενός συλλόγου έχει αλλάξει ριζικά το χώρο. Ο χώρος θεωρείται ιερός και έχει συνδεθεί με μια μουσουλμανική παράδοση από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Οι νέοι κάτοικοι του Μαργαριτίου όχι μόνο την υιοθέτησαν, αλλά έχτισαν και ένα εκκλησάκι.
Εντός του ΕΠΟΡ υπάρχουν τρεις τύποι οικισμών σύμφωνα με τη σύσταση και την κοινωνική τους δομή, εγκαταλειμμένοι ή κατοικημένοι:
- Τα προσφυγικά χωριά, που ανήκουν διοικητικά στους νομούς Ξάνθης και Δράμας και τα οποία διακρίνονται ανθρωπογεωγραφικά σε:
-
Νεστοχώρια, τα χωριά της κοιλάδας του Νέστου. Είναι ο δήμος Σταυρούπολης και Παρανεστίου, οι κοινότητες Δαφνώνα, Καρυόφυτου, Νεοχωρίου.
-
Οι οικιστικές ενότητες Ποταμών – Μικρομηλιάς και Σκαλωτής – Σιδηρόνερου. Πρόκειται για χωριά που κατοικήθηκαν κατά κύριο λόγο από πληθυσμούς προϊόντα του Μικρασιατικού Πόλεμου, πρόσφυγες δηλ. και ανταλλάξιμους πληθυσμούς όπως ορίστηκε από τη Σύμβαση της 30 Ιανουαρίου 1923, της Συνθήκης της Λωζάνης, προερχόμενους από την Αν. Ρωμυλία και Θράκη, τη Μ. Ασία και τον Πόντο. Οι προηγούμενοι κάτοικοί τους ήταν έποικοι Τούρκοι και Βούλγαροι που μετακινήθηκαν προς την Τουρκία και Βουλγαρία αντίστοιχα. Εξαίρεση αποτελεί η Σταυρούπολη, κέντρο της περιοχής τότε και σήμερα, που υπήρχε τριεθνής συνύπαρξη Τούρκων, Βούλγαρων και Ελλήνων. Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθαν εδώ και κάποιοι ηπειρώτες, κυρίως χτίστες. Ελληνικό στοιχείο, επίσης, υπήρχε στα χωριά Παρανέστι και Νεοχώρι. Σε αυτά ζούσαν επιπλέον μερικοί Βούλγαροι, ενώ μεγαλύτερο αριθμό συναντάμε στην Καλλιθέα (Γάμπροβο).
- Καλύβια Σαρακατσαναίων
Σημαντική είναι η σφραγίδα που έχει αφήσει στη φύση και στη μνήμη των ανθρώπων η μακρόχρονη παρουσία των Σαρακατσαναίων στην περιοχή, που απόλυτα εξαρτημένοι από τη φύση ζούσαν νομαδικά ακολουθώντας τα κοπάδια τους στα μεγάλα υψόμετρα της Ροδόπης και το χειμώνα κατέβαιναν πάλι προς τα πεδινά. Η παρουσία τους στο χώρο ήταν τόσο έντονη, που τα υψώματα μνημονεύονται ακόμα με τα ονόματα των τσελιγκάδων που έβοσκαν τα κοπάδια τους εκεί. Οι Σαρακατσαναίοι ζούσαν σε καλύβες συνήθως στις παρυφές των οικισμών, κάποιοι μάλιστα είχαν καλύβες και μέσα σε οικισμούς, μέσα στα πλαίσια του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού του «τσελιγκάτου», ενός είδους οικονομικής και κοινωνικής κοινοπραξίας ανάμεσα στον αρχηγό του τσελιγκάτου και τους λοιπούς κτηνοτρόφους.
Οι Πομάκοι αποτελούν μια αμιγή πληθυσμιακή ομάδα με ιδιαίτερα φυλετικά, γλωσσικά και πολιτισμικά γνωρίσματα. Ζουν εδώ και αιώνες απομονωμένοι, χωρίς επιμειξίες, στην ορεινή Ροδόπη. Ο πληθυσμός τους μοιράζεται στο μεγαλύτερο μέρος ανάμεσα στη Βουλγαρία, την Ελλάδα και πολύ λίγοι στην Τουρκία.
Οι Πομάκοι της Περιφερειακής ενότητας Ξάνθης αποτελούν τμήμα της μουσουλμανικής μειονότητας, είναι κυρίως γεωργοί και ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την καπνοκαλλιέργεια, την κτηνοτροφία και κάποια παράλληλα επαγγέλματα. Η γλώσσα τους είναι κράμα κυρίως σλαβικής, ελληνικής και τουρκικής. Ωστόσο συναντώνται γλωσσικές διαφορές ανάμεσα στους διάφορους οικισμούς. Πρόκειται για προφορική γλώσσα και τώρα τελευταία έγιναν προσπάθειες να αποτυπωθεί σε γραπτό λόγο. Σε κάποια από τα χωριά φοριούνται ακόμα και σήμερα οι ιδιαίτερες παραδοσιακές φορεσιές.
Πηγές:
-
ΥΠΕΧΩΔΕ. (2002). Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη του Φορέα Διαχείρισης Οροσειράς Ροδόπης
-
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων. (2008). Σχέδιο ανάδειξης των προορισμών φυσικού και αισθητικού ενδιαφέροντος της Δυτικής και Κεντρικής Ροδόπης εκατέρωθεν των συνόρων.
-
Παπαδημητρίου Γ. Παναγιώτης. (2003). Οι Πομάκοι της Ροδόπης. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε.